Η περιπέτεια του πετυχημένου σεταπ (setup),
όπως έχει ειπωθεί και παλιότερα, είναι ένα κάπως άχαρο στοίχημα όπου μόνο χάνεις, ποτέ δεν κερδίζεις. Ο στόχος βέβαια είναι να χάσεις όσο γίνεται λιγότερο ώστε να αποκομίσεις όσο γίνεται περισσότερο από το δυναμικό του ήχου που ενυπάρχει (μόνο ως προοπτική όμως και όχι ακόμα σαν πραγματικότητα) στο συγκεκριμένο όργανο.
Αυτό το στοίχημα έχει ένα πάρε-δώσε.
Σε γενικές γραμμές και κάτω από προϋποθέσεις που περιγράφονται στη συνέχεια, το «πάρε» είναι ο πλήρης -ή όχι- ήχος και το «δώσε» είναι ο βαθμός ευκολίας παιξίματος.
Όπως θα δούμε παρακάτω, η συνειδητή επιλογή: όργανο εύκολο αλλά με συμβιβασμένο ήχο ή δυσκολότερο αλλά με πλήρη ήχο εξαρτάται από την προτίμηση του μουσικού. Μα σ’ αυτό το παζάρι ελλοχεύει ο κίνδυνος να πιαστούμε κορόιδα
. Δηλαδή να «πληρώσουμε» περισσή δυσκολία στο παίξιμο χωρίς ωστόσο να πάρουμε κάποιο αντίκρισμα στον ήχο!
Πριν προχωρήσουμε όμως, εισάγεται σαν έννοια και προϋπόθεση το σχήμα που έχει η άτρακτος της ταλάντωσης της χορδής και το ιερό καθήκον να την κρατήσουμε ανέγγιχτη. Ανέγγιχτη, όπως η βασίλισσα της Αγγλίας η όπως η κάστα στον πάτο του ινδουιστικού συστήματος! Στον ιδανικό κόσμο, η ταλάντωση της χορδής συμβαίνει εντελώς ανεμπόδιστα προκειμένου να πάρουμε τον άσπιλο ήχο. Γι’ αυτό το λόγο η επιφάνειες των τάστων δεν «πρέπει» συνιστούν ευθεία αλλά να παρουσιάζουν μια καμπύλη (το γνωστό ρελιέφ) προκειμένου να φιλοξενήσουν και να κρατήσουν ανενόχλητη την πολύτιμη ταλάντωση.
Ωστόσο, όπως όλοι ξέρουμε, στην πράξη σχεδόν κανένας κανόνας δεν παραμένει απαράβατος.
Αν το ρελιέφ σεβόταν και ακολουθούσε εντελώς το σχήμα της ατράκτου της ταλάντωσης τότε το μάνικο θα άρχιζε να μοιάζει με τόξο και η δυσκολία στο παίξιμο θα ήταν αποθαρρυντική. Στην πραγματικότητα βέβαια το ρελιέφ που χρειάζεται το μπουζούκι σκέφτομαι ότι καλόν είναι να είναι ελάχιστο, σχεδόν μηδαμινό.
– Δηλαδή οι χορδές να ακουμπάνε στα τάστα όταν πάλλονται;
- Ναι, μα τόσο ελάχιστα όσο να δίνουνε ίσα-ίσα ένα συριστικό χαρακτήρα στις νότες, ομογενή όσο γίνεται καθ’ όλο το μήκος της ταστιέρας, χωρίς όμως να αφαιρούνε από τον «πυρήνα» του ήχου, σαν τη φλαμένκο κιθάρα για παράδειγμα (όπως έχει ειπωθεί και στο παρελθόν).Κι όσο συμβαίνουν όλ’ αυτά, θυμόμαστε ότι το μάνικο, παρά την πειστική ενίσχυσή του με κόντρες και βέργα ανθρακονημάτων, εξακολουθεί να παρουσιάζει μια μικρή ελαστικότητα (τουλάχιστον στα δικά μου όργανα). Αυτό σημαίνει ότι όταν το μάνικο φορτώνεται με τις χορδές κάμπτεται ελάχιστα μεν αλλά αρκετά για να κόψει τη μαγιονέζα αν δεν το έχουμε προβλέψει! Αυτή η κάμψη είναι ελαστική και όχι πλαστική. Δηλαδή όταν χαλαρώνουν οι χορδές η παραμόρφωση χάνεται και το μάνικο επανέρχεται στο αρχικό του σχήμα· κι όταν ξανατεντώνονται υφίσταται πάλι την ίδια ακριβώς «τοξοειδή» παραμόρφωση όπως και προηγουμένως. Μια καθοριστική επέμβαση λοιπόν είναι το να διαμορφωθεί εκ των προτέρων μια αρνητική κλίση στο μάνικο με καμπύλη μορφή ώστε να εξουδετερώσει εκ των προτέρων αυτή την παραμόρφωση. Αυτή η δουλειά γίνεται μια πρώτη φορά κάπως χοντρικά στο μάνικο πριν κολλήσει η ταστιέρα κι άλλη μια φορά αφού κολλήσει η ταστιέρα. Αυτή η τελευταία φάση της επέμβασης στην ταστιέρα -που είναι και η καθοριστική, μπορεί να γίνει σχετικά εύκολα και αξιόπιστα με τη χρήση ενός απλού βοηθήματος όπως φαίνεται εδώ:
http://www.luthier.gr/index.php?topic=3866.msg72277#msg72277.Η πρόοδος που θα ήθελα να αναφέρω για το 8ο όργανο είναι ότι
η διαμόρφωση της ταστιέρας (ενώ το μάνικο είναι υπό τάση) με τη χρήση του βοηθήματος
δεν επιδιώκει πλέον την απόλυτη ευθεία αλλά προσπαθεί να μαντέψει την επίδραση του καρφώματος των τάστων αλλά και να συμπεριλάβει το επιδιωκόμενο ελαχιστομικρότατο ρελιέφ όπως περιγράφεται παραπάνω. Αυτή η μαντεψοδουλειά έχει το ρίσκο της, γίνεται με τη βοήθεια της ρίγας και μου παίρνει ώρες (τρίψε έβενο-δοκίμασε με τη ρίγα κόντρα στο φως-πάρε ύφος παλαβού χαμένου στον κόσμο του-και πάλι απ’ την αρχή…) αλλά μου προκαλεί ευχάριστη έξαψη με την προσδοκία ενός πετυχημένου αποτελέσματος.