βρήκα αυτό το ανέκδοτο (50ετές, απ' ό,τι λέει η σελίδα που το ψάρεψα)
"Κατεβαίνει ο Νώντας από την επαρχία στην Αθήνα και συναντά ένα φίλο του που έχει εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Έχουν να τα πουν από τον καιρό που ήταν μαζί στο σχολείο, οπότε πάνε και κάθονται σ' ένα καφενείο για να θυμηθούν τα παλιά. Πάνω στην κουβέντα τους, πιάνει έξω μια μπόρα άλλο πράγμα.
Κοιτάζει έξω ο Αθηναίος φίλος και λέει: «Πω, πω! Βρέχει ραγδαίως!» Γυρνάει προς τον Νώντα, τον βλέπει να τον κοιτάει ακίνητος, γεμάτος απορία, και τον ρωτά: «Γιατί με κοιτάς ασκαρδαμυκτί;»
Πολύ εντυπωσιάστηκε ο Νώντας με την πολυμάθεια του φίλου του, κράτησε και τις καινούργιες λέξεις που έμαθε. Γύρισε στο χωριό του και έτυχε μια μέρα, εκεί που καθόταν με το δάσκαλο του χωριού, να πιάσει μια φοβερή βροχή, οπότε σκέφτηκε ο Νώντας να χρησιμοποιήσει τις νέες του γνώσεις για να κάνει φιγούρα στο δάσκαλο:
«Βρέχει ασκαρδαμυκτί!» του λέει. Κόκαλο ο δάσκαλος. Οπότε, καπάκι, προσθέτει ο Νώντας: «Γιατί με κοιτάζεις ραγδαίως, δάσκαλε;»"
έ, πως να το κάνουμε... άλλο το "ραγδαίως" και άλλο το "ασκαρδαμυκτί"