Όταν οι πίτες της Αλέξως αντάμωσαν τα μπλουζ
Λένε πως τα ηπειρώτικα έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τα μπλουζ. Θες οι πεντατονικές, θες το αργό βαρύ επαναλαμβανόμενο τέμπο; Δεν ήταν δα και κανένας σπουδαγμένος μουσικός για να μπορεί να πει με σιγουριά. Καλά όλα αυτά τα μουσικολογικά αλλά οι πίτες της Αλέξως που κολλάνε;
Η Αλεξάνδρα ήρθε μεγαλοκοπέλα από τα Γιάννινα στην Αθήνα να παντρευτεί, με προξενιό βέβαια. Είχε βλέπεις μέχρι τότε απορρίψει κάμποσα προξενιά που της φέρανε τα αδέρφια της. Κάτι στρατιωτικούς, κάποιους καθώς πρέπει, κάτι εισοδηματίες, όμως σε αυτό το προξενιό ήτανε γραφτό να πει το ναι. Της καλάρεσαν βλέπεις τα ροδοκόκκινα μάγουλα του Σακκαλή, όπως συνηθίζε να λέει. Μικρασιάτης ο Σακκαλής. Μερακλής και γερό ποτήρι. Αυτός την φώναζε Αλέξω. Αυτή μεγάλη μαστόρισσα στις πίτες, ηπειρώτισσα γαρ. Διάλεγε σχολαστικά το αλεύρι της. Μόνο χύμα από τον Θεόφιλο. Πρέπει να είναι σκληρό για να βγαίνει κρατσανό το φύλλο του έλεγε. Το φύλλο που το άνοιγε με μαεστρία με την βέργα της, ψιλό – ψιλό. Για την γέμιση έβαζε σπανάκι, σέσκουλα, άγρια χόρτα που μάζευε με τον Σακκαλή παρέα. Έβαζε και λιγάκι ρύζι να τραβάει τα υγρά.
Μέχρι και τα τελευταία της παιδευότανε με τις πίτες. Λίγο να κρατιέται από τα έπιπλα, λίγο να στηρίζεται στο μπαστούνι της, λίγο να τη βοηθάει κι ο Σακκαλής, έκανε κουράγιο και έφτιαχνε τις πίτες της. Φόρτωνε την κατάψυξη ταψιά, για να δίνει που της τα ζήταγε, έτσι για να έχει να ΄΄ψένει’’. Εκείνος της αποχαιρέτησε ένα Σαββάτο βράδυ του Γενάρη. Πρόλαβε να τον χαιρετήσει κορασμένη και να του δώσει την ευχή της πριν πέσει σε λήθαργο. Άλλη μια μέρα ακόμα άντεξε και έτσι χωρίς να ξαναμιλήσει σε κανέναν έφυγε ήσυχα - ήσυχα και αθόρυβα όπως ακριβώς ήταν κι η ζωή της.
Αυτός φύλαγε τις πίτες στην κατάψυξη αρνούμενος πεισματικά να της ψήσει. Πέρασαν μήνες και το πήρε απόφαση πως οι πίτες έπρεπε να εκπληρώσουν τον σκοπό τους. Τις έψησε λοιπόν μέχρι και την τελευταία σαν να της έκανε μνημόσυνο, τρισάγιο. Τι να σου κάνουνε οι παπάδες κι οι εκκλησιές, τα κεριά και τα λιβάνια; Η μυρωδιά της πίτας που ψήνεται και μοιράζεται σε αγαπημένους, ήταν το καλύτερο μνημόσυνο για την Αλέξω.
Την μερα που έφυγε πια κι ο Σακκαλής, τακτοποίησε τα της κηδείας και γύρισε στο άδειο πλέον πατρικό. Η ησυχία που επικρατούσε εκκωφαντική. Ανοιγόκλεινε τα ντουλάπια, γυρνούσε γύρω - γύρω. Στο ξεχαρβαλωμένο ντουλάπι της κουζίνας ο παλιός μεταλλικός δίσκος. Σ’αυτόν σερβίριζε η Αλέξω τις όμορφες πίτες της, το κομμένο τυρί, τα καλούδια που φίλευε τα εγγόνια της όταν της τα ‘φερνε να τα δει. Το μάζεψε κι αυτόν μαζί με κάποια ακόμα πράγματα. Πήγε μετά στο ξυλεμπορικό κι αγόρασε την απαραίτητη ξυλεία. Το είχε σχεδιάσει από καιρό. Με αυτόν τον δίσκο για ηχείο και την ξυλεία θα έφτιαχνε μιαν κιθάρα, ας πούμε resonator. Μια κιθάρα με μεταλλικό ήχο απ’αυτές που παίζουνε τα μπλουζ. Και το όνομα αυτής το είχε αποφασίσει κι αυτό καιρό τώρα, Alexo.
Άφησε να περάσει λίγο κι ο καιρός, να το χωνέψει μέσα του πριν αρχίσει την κατασκευή. Τα ξύλα τα χρωμάτισε με φυσικές χρωστικές. Έτσι έβαφε και τα υφαντά που έφτιαχνε η Αλέξω στο αργαλειό. Αυτή του είχε πει τον τρόπο. Δούλεψε με χαρά και ανυπομονησία. Λαχταρούσε να την ολοκληρώσει και να την ακούσει να τραγουδάει. Την Αλέξω δεν την πολυθυμότανε να τραγουδάει. Μπορεί να έφταιγε η πίκρα της απώλειας που βίωσε και την σημάδεψε; Μπορεί και να ντρεπότανε. Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά; Αυτή όμως η Alexo πρέπει να τραγουδήσει στα χέρια πια του εγγονού. Του αρέσουνε κι αυτού τα μπλουζ βλέπεις. Τι πιο καλό μνημόσυνο μπορεί να κάνει για την Αλέξω τώρα, αφού πια οι πίτες της τελειώσανε εδώ και κάμποσο καιρό;